- αναμινυρίζω
- ἀναμινυρίζω (ΑΜ)τραγουδώ άτονα και μελαγχολικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα*- + μινυρίζω «τραγουδώ ήρεμα με χαμηλή φωνή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναμινυρίζει — ἀναμινυρίζω sing languishingly pres ind mp 2nd sg ἀναμινυρίζω sing languishingly pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)